“Πατρίδα είναι οι αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων…”

Σε μας που στο αίμα μας τρέχει αίμα προσφυγιάς οι μνήμες εκείνων των χρόνων φαντάζουν "αλλοιώτικες" στους πολλούς.

.

.

Μέσα στην ψυχή μας κρατάμε δυο πατρίδες. Εκείνην που μας άντρωσε κι εκείνην που δε γνωρίσαμε ποτέ μα που είναι τόσο οικεία όσο το γλυκοφίλημα της μάνας μας, λίγο πριν την καληνύχτα.

Μεγαλώνοντας αν ποτέ παλέψουμε να τις ξεχωρίσουμε, μένουμε μισοί άνθρωποι.

Η δική μας Μικρή Πατρίδα είναι το συνοθύλευμα του παιδικού μας μυαλού κι όσα έφερε ο χρόνος κι ο τόπος κι εναπόθεσε στην ψυχή μας...

Λένα Σαββίδου

.

.

Σάββατο 26 Μαΐου 2012

Το αγιόκλημα κι ο Αστέρης…



Το Φθινόπωρο που η γειτόνισσα μου αποφάσισε πως δεν μπορεί να ανεχθεί άλλο τα ξερά φύλλα από το αγιόκλημα μου, που ο αέρας πήγαινε στη βεράντα της, στάθηκε καθοριστικό για την οικογένεια Αστέρη. Ο μπαμπάς Αστέρης είχε εμφανιστεί στην βεράντα μου μία Άνοιξη από το πουθενά κι αφού εξέτασε εξονυχιστικά τον χώρο και τα πρόσωπα αποφάσισε να κάμει το αγιόκλημα μου κατοικία της νέας του οικογένειας. Πότε το αποφάσισε, πότε έστησε το τσαρδάκι του και πότε έφερε την κυρία Αστέρη σε προχωρημένη εγκυμοσύνη να κατοικήσουν στο νέο τους σπιτικό κανείς δεν το κατάλαβε. Τους βρήκαμε ένα πρωινό να χουχουλιάζουν ο ένας δίπλα στον άλλον και να απολαμβάνουν τη θέα των αντικρυνών βουνών, πάνω από τις σκεπές των σπιτιών. Εκείνο το καλοκαίρι το περάσαμε παρεούλα και πολύ σύντομα η βεράντα έγινε κόσμος για τα Αστεράκια της νέας φαμίλιας.
Ο Αστέρης, κιμπάρης και νοικοκύρης από τους λίγους  πρόσεχε τα μικρά και τα κανάκευε σαν τα μάτια του και η κυρία Αστέρη φρόντιζε να μην τους λείψει τίποτε. Ποτέ δεν τα άφηναν μοναχά τους και φαινόνταν όλοι τους πολύ αγαπημένοι. Εμάς μας είχαν συνηθίσει και μας καλοδέχονταν χωρίς φόβο μα κι εμείς προσέχαμε μην τρομάζουμε τα μικρά, τους αφήναμε ψιχουλάκια και νερό και τα νοιώθαμε δικά μας πρόσωπα αγαπητά.  Άμα έπαιρνε βραδάκι κι άρχιζε το αγιόκλημα να βγάζει τη μυρωδιά του τρελαινόταν ο Αστέρης αν δεν μας έβλεπε να το ποτίζουμε. Άρχιζε να μας φωνάζει και δεν ησύχαζε μέχρι να μας δει με το ποτιστήρι στο χέρι.
Μα σαν Φθινοπώριασε και τα φύλλα του πια ξέρά τα παινε ο αέρας το πείσμα της γειτόνισσας μεγάλωσε, οι φασαρίες έγιναν συχνές κι αναγκαστήκαμε να ξεριζώσουμε 8 ρίζες που χαμε και στόλιζαν την βεράντα. Κλαίγαμε και ξεριζώναμε κι ο Αστέρης με τη φαμίλια του κοιτούσαν έντρομοι. Που να καταλάβουν τα έρμα τα Αστεράκια από τον υποχονδριασμό που δέρνει τον εγκέφαλο των ανθρώπων. Το αγιόκλημα του Αστέρη το αφήσαμε αλλά το κουτσοκουρέψαμε μην έχει πολλά φύλλα και ξαναρχίσει τον χαμό η άλλη. Ο Αστέρης πληγώθηκε. Ένοιωσε δεν τον θέλαμε. Έτσι ένα πρωί ξυπνήσαμε κι ο Αστέρης έλειπε. Πήρε την οικογένεια του κι έφυγε.
Από τότε, κάθε που πιάνει  Άνοιξη εμφανίζεται στη βεράντα ένα από τα αστεράκια εκείνης της οικογένειας, νέος Αστέρης τώρα πια κι  αυτός με τη σειρά του. Λογικά ο Άστέρης της φετινής Άνοιξης είναι ο ..δισέγγονος του πρώτου Αστέρη που φάνηκε πριν χρόνια. Ποιες μνήμες όμως που πέρασαν μέσα του, γενιά τη γενιά τον οδηγούν στο αγιόκλημα; Ποτέ δεν ξανακάμει φωλιά μα και ποτέ δεν ξεχνά το καλημέρισμα του.  Κάθεται τα πρωινά μαζί μας παρεούλα στο κάγκελα πάνω από το κουτσουρεμένο αγιόκλημα και ποιος ξέρει τι  λένε τα δυο τους. Ίσως ιστορίες για τους ανθρώπους και την απολιτισιά τους…
ΛΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ιστορίες καθημερινής τρέλας στο κλεινόν άστυ.

Ακούσματα Πατρίδας.

Παραδοσιακά και διαφορετικά ακούσματα από την Μικρή μου Πατρίδα

Μικρή πατρίδα

Μικρή πατρίδα